κνημιδοφόροι

κνημιδοφόροι
κνημῑδοφόροι , κνημιδοφόρος
wearing greaves
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνημιδοφόρος — ο (Α κνημιδοφόρος, ον) αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς , ῖδος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”